Η ιστορία των θυρωρείων της Αθήνας.
Πού πάτε κύριε;» ήταν κάποτε η κλασική ατάκα ερώτηση που άκουγες από το στόμα του θυρωρού όταν πλησίαζες την πόρτα της πολυκατοικίας.
Ήταν πάντα εκεί μια μορφή που αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της παλιάς – ρομαντικής Αθήνας των προηγούμενων δεκαετιών.
Ο θυρωρός ήταν ένα επάγγελμα πολύ διαδεδομένο κυρίως στα χρόνια της εσωτερικής μετανάστευσης από το 1950 κ έπειτα.
Ήταν οι άνθρωποι για όλα. Τα μάτια και τα αυτιά της πολυκατοικίας, οι «προστάτες» της εισόδου.
Νέοι άνθρωποι κ οικογενειάρχες που εγκατέλειπαν τα χωριά τους για να ζήσουν τ όνειρο της μεγαλούπολης με εισιτήριο που κόστιζε περίπου 50.000 με 100.000 δραχμές για όσους είχαν κάνει το ανάλογο κομπόδεμα και μπορούσαν να αγοράσουν ένα θυρωρείο ενώ δεν έλειπαν και όσοι δούλευαν απλά για το μεροκάματο.
Ο θυρωρός βρισκόταν πάντα στο μικρό του γραφείο στην είσοδο της πολυκατοικίας.
Άνοιγε την πόρτα, ρωτούσε τους επισκέπτες πού πηγαίνουν ενώ με ένα εσωτερικό τηλέφωνο μπορούσε να επικοινωνήσει μ' όσους έμεναν στα διαμερίσματα.
Έπαιρνε την αλληλογραφία, ήταν υπεύθυνος για την αποκατάσταση των βλαβών και του καθαρισμού των κοινόχρηστων χώρων.
Το βράδυ κλείδωνε την κύρια είσοδο και αποσυρόταν στο δωματιάκι του μέχρι το επόμενο πρωί να φορέσει το χαμόγελό του και να αρχίσει ξανά τη δουλειά.
Με την πάροδο των χρόνων τα πράγματα άλλαξαν.
Κυρίως προς τις τελευταίες δεκαετίες του 90 & 00 τα θυρωρεία των παλιών πολυκατοικιών μένουν άδεια και γεμάτα αναμνήσεις, διότι δεν βρίσκονταν ως πρόβλεψη στα σχέδια των νέων ανεγερθέντων πολυκατοικιών λόγω του ότι τα στιλ οικοδόμησης άλλαξαν.
Σήμερα οι θυρωροί είναι λίγοι και η πλειοψηφία τους ( περίπου 500 άτομα τα τελευταία χρόνια) εργάζονται κυρίως σε αμιγώς επαγγελματικά κτίρια ή σε πολυκατοικίες κυρίως στις παλιές αρχοντικές περιοχές του κέντρου.
Οι αλλαγές στη δόμηση δεν αποτέλεσε το μοναδικό πρόβλημα που οδήγησε στην εξάλειψη του επαγγέλματος.
Η οικονομική κρίση τους έφερε αντιμέτωπους με την ανεργία.
Οι ένοικοι δυσκολεύονταν να πληρώνουν ακόμη και τα κοινόχρηστα πόσο δε μάλλον τον μισθό τους.
Τα παλιά θυρωρεία κ οι άνθρωποι τους ζούσαν κι αυτοί μέσα στην τεράστια μικρομεσαία κουλτούρα της Αθήνας & ήταν ένα από τα κλειδιά πληροφοριών που βοήθησαν στο να συμφιλιωθεί κανείς με την πόλη , που σχηματικά μπορείς να την δεις όταν πας σε ένα ωραίο κουτουκάκι, με μια καλή παρέα, να πιεις ένα ωραίο κρασί να γίνεσαι ένα με τους διπλανούς μιλώντας μια ενιαία γλώσσα με μεγάλη ενοποιητική ισχύ.
Η αποτύπωση αυτού του φαινομένου αρχιτεκτονικά και αστικά, βρίσκεται στη μικρομεσαία, λαϊκότροπη, αστική κληρονομιά της πόλης που αποτελείται από ένα τεράστιο κολάζ μικρών, αυθύπαρκτων γειτονιών , κάθε μια με το χαρακτήρα της και με τους θυρωρούς της!
Νυχτερινό Επεισόδιο
Κάρφωσε το καρφί στον τοίχο.
Δεν είχε τι να κρεμάσει.
Το κοιτούσε καθισμένος άντικρυ στην παλιά καρέκλα.
Δεν μπορούσε τίποτα να σκεφτεί, να θυμηθεί.
Σηκώθηκε,σκέπασε το καρφί με το μαντίλι του.
Κι άξαφνα είδε το χέρι του μελανιασμένο, βαμμένο απ’ το φεγγάρι που στεκόταν στο παράθυρο.
Ο φονιάς είχε πλαγιάσει στο κρεββάτι του.
Τα πόδια του,γυμνά, ισχυρά,
μ’ άψογα νύχια, μ’ έναν κάλο στο μικρό δάχτυλο, ξεπρόβαιναν απ’ την κουβέρτα κι οι τρίχες καμπύλωναν ερωτικά.
Έτσι πάντα τ’ αγάλματα κοιμούνται με τα μάτια ανοιχτά κι ούτε είναι να φοβάσαι όποιο όνειρο,
όποιο λόγο—τον πιστό μάρτυρα που σου χρειάζονταν τον έχεις, τον ακριβόλογο κ’ εχέμυθο, γιατί, το ξέρεις, τ’ αγάλματα δεν προδίνουν ποτέ, μονάχα αποκαλύπτουν.
~Γιάννη Ρίτσου, “Θυρωρείο”
Comments